- μαγκουφιά
- η1) обездоленность; 2) непутёвость; неудачливость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγκουφιά — η 1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος 2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος 3. κακομοιριά, κακοριζικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ ιά)] … Dictionary of Greek
μαγκούφικος — η, ο [μαγκούφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαγκούφη, στη μαγκουφιά, κακομοίρικος, κακορίζικος, αχαΐρευτος. επίρρ... μαγκούφικα κακορίζικα, κακομοίρικα … Dictionary of Greek